- μονοφωνία
- η (Μ μονοφωνία) [μονόφωνος]νεοελλ.μουσ.1. μουσική πλοκή που αναπτύσσεται από μία μόνο μελωδική γραμμή2. τρόπος εγγραφής και μετάδοσης ήχων ή μουσικής που περιορίζεται στην αναπαραγωγή τού ηχητικού σήματος χωρίς τη διάσταση τής διαφορετικής θέσης και κίνησης τής ηχητικής πηγής στον χώρομσν.δυνατός ήχος που ακούγεται μόνος.
Dictionary of Greek. 2013.